παράβολο — το 1. προκαταβολή χρηματικού ποσού σε δικαστικές και άλλες υποθέσεις: Οι υποψήφιοι βουλευτές καταβάλλουν το σχετικό παράβολο στο δημόσιο ταμείο. 2. διπλότυπη απόδειξη καταβολής του παραβόλου: Η αίτηση για αναβαθμολόγηση γραπτών πρέπει να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
παραβόλιον — τὸ, Α [παράβολον] 1. το παράβολο 2. πληρωμή έναντι λογαριασμού 3. το επιτίμιο … Dictionary of Greek
παρακαταβολή — ἡ, Α [παρακαταβάλλω] 1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που καταβαλλόταν κατά την αθηναϊκή νομοθεσία στο αρχείον* από τον ενάγοντα που πρόβαλλε αξιώσεις, προτού αρχίσει η διεξαγωγή μιας κληρονομικής δίκης, ποσό που πιθανώς ήταν ίσο με το ένα δέκατο… … Dictionary of Greek